ακλαυστεί

ακλαυστεί
ἀκλαυστεὶ ή –τί, και ακλαυτεί ή -τί (επίρρημα) (Α) [ἄκλαυστος και ἄκλαυτος]
χωρίς κλάματα, χωρίς θρήνους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άκλαυτος — η, ο (Α ἄκλαυτος, ον) και άκλαυστος 1. αυτός τον οποίο δεν έχουν κλάψει, ο αθρήνητος «τόν έθαψαν άκλαυτο» «νέκυς ἄκλαυτος ἄθαπτος Πάτροκλος» Όμ. 2. εκείνος που δεν κλαίει ή δεν θρηνεί «άκλαυτο παιδί» αρχ. «οὐδὲ σὲ φημι δὴν ἄκλαυτον ἔσεσθαι» Όμ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”